- εκφυγή
- η (Α ἐκφυγή)1. η (λαθραία) διαφυγή, φυγή, διολίσθηση2. διάσωση, γλύτωμα, γλυτωμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκφυγῇ — ἐκφυγή escape fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφυγή — escape fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφύγῃ — ἐκφεύγω aor subj mp 2nd sg ἐκφεύγω aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'κφύγῃ — ἐκφύγῃ , ἐκφεύγω aor subj mp 2nd sg ἐκφύγῃ , ἐκφεύγω aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφύγηι — ἐκφύγῃ , ἐκφεύγω aor subj mp 2nd sg ἐκφύγῃ , ἐκφεύγω aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφυγῆς — ἐκφυγή escape fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφυγήν — ἐκφυγή escape fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστροφή — η (AM ἀποστροφή [αποστρέφω] σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής ή ο συγγραφέας απευθύνεται σε πρόσωπα νεκρά ή απόντα, σε ζώα, πράγματα ή και αφηρημένες έννοιες μσν. νεοελλ. αποφυγή κάποιου, απέχθεια, αντιπάθεια μσν. 1. κατεύθυνση, πορεία 2.… … Dictionary of Greek
εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… … Dictionary of Greek
παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… … Dictionary of Greek